Απόψε, στις 8 το βράδυ, θα πραγματοποιηθεί στον κινηματογράφο «Αλκυονίς» η πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ της Θεοδοσίας Γραμματικού «Non Omnis Moriar», μια ταινία για την ηρωική εννεάμηνη απεργία των εργατών της «Χαλυβουργίας Ελλάδας», που ξεκίνησε τον Νοέμβρη του 2011...
Απόψε επίσης, ξεκινά στον κινηματογράφο «Στούντιο New Star art cinema» στην πλατεία Αμερικής (Σπάρτης και Σταυροπούλου 33), Φεστιβάλ Κουβανικού Κινηματογράφου, για τα 56 χρόνια της κουβανικής Επανάστασης. Το φεστιβάλ διοργανώνει η NEW STAR, σε συνεργασία με την πρεσβεία της Κούβας στην Ελλάδα και το κουβανικό Ινστιτούτο Τέχνης και Κινηματογραφικής Βιομηχανίας (ICAIC). Στο πλαίσιο του φεστιβάλ, που θα διαρκέσει έως τις 14 Γενάρη, θα προβληθούν 26 συνολικά ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Οι προβολές καθημερινές (3 με 5 ταινίες ανά μέρα), από τις 8 το βράδυ έως τις 1 μετά τα μεσάνυχτα, με ημερήσιο εισιτήριο 5 ευρώ (Διαβάστε εδώ αναλυτικά).
Οι υπόλοιπες πρεμιέρες περιορίζονται στην ελληνοφινλανδική τουριστική ταινία «Περιπέτεια στο Αιγαίο» (2014) σε σκηνοθεσία Τάβι Βάρτια (Δείτε εδώ το Trailer), στο εξαίρετο ντοκιμαντέρ της Αγγελικής Αριστομενοπούλου «Μια Οικογενειακή Ιστορία» (2015), για τους Ξυλούρηδες (Δείτε εδώ το Trailer) και στο περίεργο ισραηλινό θρίλερ / κωμωδία «Big Bad Wolves: Στο Στόμα των Λύκων» (2013) των Αχαραον Κεσάλες και Ναβότ Παπουσάντο (Δείτε εδώ το Trailer)...
Κριτική: Τζία Γιοβάνη

«Non omnis moriar» της Θεοδοσίας Γραμματικού
Ο τίτλος του σπουδαίου - ακριβώς γιατί είναι ξεκάθαρα ταξικό - ντοκιμαντέρ της Θεοδοσίας Γραμματικού, δανεισμένος από τις Ωδές του κορυφαίου λυρικού της αρχαίας Ρώμης, Οράτιου. «Δεν θα πεθάνω ολάκερος», λέει υπονοώντας ότι «κάτι θα μείνει από μένα»... κάτι σαν μαγιά... Παρακαταθήκη των αυριανών αγώνων της εργατικής τάξης, στην προκειμένη περίπτωση. Ανεξάρτητη παραγωγή της κολεκτίβας «Λοκομοτίβα», χαμηλού προϋπολογισμού. Ολοκληρώθηκε μετά από δύο χρόνια... Τα γυρίσματα, καταγραφή του αγώνα των απεργών στη «Χαλυβουργία Ελλάδος» στον Ασπρόπυργο, βήμα το βήμα. Επί τόπου, στην πύλη του εργοστασίου που μετουσιώθηκε σε φάρο της απεργίας, σε αυθεντική ατμόσφαιρα και ντεκόρ, σε πραγματικό χρόνο, με πραγματικό ήχο και με πρωταγωνιστές πραγματικούς ανθρώπους. Η αισθητά απούσα «δραματοποιημένη αφήγηση» προκύπτει από τα πραγματικά προ-φιλμικά γεγονότα. Και το σημαντικό, ιδεολογικά κείμενο / σχόλιο σε voice over, ρίχνει φως, αναλύει και σκάβει σε βάθος τις θεατές και αθέατες πτυχές του αγώνα, που τον κατέστησαν τόσο ξεχωριστό... Εξάλλου, ο όρος «ντοκιμαντέρ» έχει τις ρίζες του στο λατινικό «docere», που σημαίνει διδάσκω, διαφωτίζω.
Η ταινία με το τραχύ ύφος, ίδιο η αλήθεια, κουβαλά χωρίς άλλο κινηματογραφικές αδυναμίες πρωτότοκου. Ξεχωρίζει, ωστόσο, για την κρυστάλλινη και ασυμβίβαστη πολιτική της θέση, εν μέσω πληθώρας ντοκιμαντέρ που μηρυκάζουν ξανά και ξανά τις κλάψες για την κρίση και την ανεργία και στο διά ταύτα, αδιέξοδο. Η πρώτη δουλειά της Γραμματικού είναι σημαντική, όχι σαν επιτηδευμένη γραφή, όσο σαν τολμηρό εγχείρημα να φθάσουν παντού οι εικόνες, η ατμόσφαιρα, το ήθος των σύγχρονων ταξικών αγώνων, μιας απεργίας που κανείς δεν περίμενε να κρατήσει τόσο, που κανείς δε φανταζόταν τόση αλληλεγγύη από τον κόσμο. Που κανείς δεν περίμενε ότι θα έβγαινε πιο δυνατός από αυτήν τη μάχη... Να τη δείτε!





























«Το παιχνίδι της μίμησης» (The Immitation game) του Μόρτεν Τίλντουμ
Ο αγαπημένος του Χόλιγουντ Μπένεντικτ Κάμπερμπατς ερμηνεύει έναν ήρωα στα μετόπισθεν του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αλαν Τούρινγκ, μια αλαζονικά υπεροπτική, μαθηματική ιδιοφυΐα με «δικαιολογημένα ακούσιες» (όπως πληροφορούμαστε από τα πολλά φλας μπακ στην παιδική και σχολική ηλικία του ήρωα) δυσκολίες στην κοινωνική συμπεριφορά που έρχονται από τα βάθη του χρόνου. Το θέμα, ωστόσο, που κύρια προβάλλεται από την ταινία - θέμα που επί μακρόν πνιγόταν στη σκοτεινή σιωπή της Ιστορίας της Αγγλίας - είναι εκείνο της αντιμετώπισης των ομοφυλόφιλων... Και εδώ όμως, αυτό θίγεται άκρως επιδερμικά. Μεγάλης κλίμακας παραγωγή η ταινία, με αποδεκτό σενάριο και ίντριγκα που εκτυλίσσεται στη δίνη του πολέμου... Τα δύο αυτά στοιχεία, συχνά αρκούν, ώστε ένα φιλμ να σαρώσει τα «Οσκαρ». Ωστόσο, «Το παιχνίδι της μίμησης» του Νορβηγού (περαστικού ελπίζουμε από το Χόλιγουντ) Μόρτεν Τίλντουμ, ένα κομψό ιστορικό ντοκουμέντο, καίτοι περιέχει αμφότερα τα προαναφερθέντα στοιχεία, δεν αποδεικνύεται ικανό να απογειωθεί και μαζί του να απογειώσει τους θεατές...
Η ταινία βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Αλαν Τούρινγκ που αναλαμβάνει το «αδύνατο» εθνικό καθήκον να σπάσει τους κρυπτογραφημένους κώδικες της γερμανικής, ναζιστικής μηχανής κρυπτογράφησης «Enigma». Ο ιδιοφυής μαθηματικός χτίζει για την περίπτωση έναν πολύπλοκο μηχανισμό, ένα είδος προδρόμου του υπολογιστή, που θα βοηθήσει τελικά τους Εγγλέζους να κερδίσουν τον πόλεμο. Η αφήγηση πηδά μπρος και πίσω στο χρόνο, ανάμεσα στις διαφορετικές φάσεις της ζωής του ήρωα, συνθέτοντας αυτάρεσκα ένα ψυχρά συμπαθητικό πορτρέτο αυτού του αξιοπερίεργου χαρακτήρα. Τυπικής εγγλέζικης τηλεοπτικής αισθητικής το «ντιζάιν» εντυπωσιάζει από κάθε άποψη στην ταινία που οικοδομήθηκε πάνω στην εγγυημένη συνταγή επιτυχίας που λέει ότι τα πάντα φουσκώνονται στο έπακρο, κυρίως τα συναισθήματα του θεατή που μαθαίνει να ξεσπά σε ήχους χαράς εδώ κι εκεί, στηρίζοντας τον πρωταγωνιστή που δουλεύει κόντρα στο ρεύμα. Οσο για την Κίρα Νάιτλι, ως ειδήμων στη λύση σταυρολέξων Τζόαν Κλαρκ, εκφράζει τη μεμονωμένη γυναικεία φωνή που χειραφετείται από την πραγματικότητα. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για καλή ταινία με τεχνική επιδεξιότητα, όπου ο Κάμπερμπατς είναι ο Κάμπερμπατς...
Με τους: Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Κίρα Νάιτλι, Μαρκ Στρονγκ, Μάθιου Γκουντ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, 2014.

«Ο κύριος Τέρνερ» (Mr. Turner) του Μάικ Λι
Καλοφτιαγμένη τεχνικά ταινία του καταξιωμένου σκηνοθέτη Μάικ Λι - του συχνά αποκαλούμενου πρωταθλητή του βρετανικού ρεαλισμού του «νεροχύτη κουζίνας» - με τον χαρισματικό ηθοποιό Τίμοθι Σπαλ στο πορτρέτο του ομώνυμου εκκεντρικού, ιδιοφυούς Βρετανού ζωγράφου τοπίων Γουίλιαμ Τέρνερ, ο οποίος σύχναζε σε όλους τους κοινωνικούς κύκλους και δε δίσταζε να εκφράζει μεγαλόφωνα ό,τι σκεφτόταν. Η ταινία του Λι «ρίχνει μια ματιά» στα χρόνια 1825 - 1851, τα τελευταία της ζωής του διάσημου Βρετανού καλλιτέχνη. Πολλά χρόνια αφενός για να τα στριμώξει κανείς σε μια δυόμισι ωρών ταινία, από την άλλη όμως ο βίος του Τέρνερ δεν μοιάζει να διαθέτει ιδιαίτερα πλούσιο περιεχόμενο από τα 50 του έως το θάνατό του. Μπορεί να είναι το λαμπρό αστέρι της καλλιτεχνικής ζωής του Λονδίνου και οι πίνακές του να κρέμονται στα καλύτερα σαλόνια, αλλά στην ιδιωτική του ζωή σχετίζεται με πολλές και διαφορετικές γυναίκες, αγνοώντας τα παιδιά και τα εγγόνια του. Το πορτρέτο του Τέρνερ στρέφεται γύρω από τον μυστικισμό της περσόνα του καλλιτέχνη, θέτοντας σειρά ερωτημάτων που όμως δεν απαντώνται...
Αν επικεντρωθεί κανείς στην τεχνική αρτιότητα - υποκριτική, σκηνοθεσία, φωτογραφία κ.λπ. - θα δώσει στην ταινία υψηλούς βαθμούς. Αλλά παρά την ερμηνευτική ικανότητα του Σπαλ που επωμίστηκε όλο το βάρος της ταινίας, αυτή λειτουργεί ως υπνωτικό χάπι, με τον καταθλιπτικό Τέρνερ να περιπλανιέται σαν ζόμπι προς την πλησιέστερη πηγή φωτός για να θαυμάσει ακόμα ένα φυσικό τοπίο! Έτσι, ο χρόνος μοιάζει να σταματά για 150 συναπτά λεπτά της ώρας. Γιατί, μια ταινία δυόμισι ωρών πρέπει να έχει λόγο σοβαρό που να δικαιολογεί τη διάρκειά της... κάτι που δεν συμβαίνει εδώ. Ένας κινηματογραφιστής που «βουτάει» βαθιά σε θέματα που άπτονται της τέχνης και των καλλιτεχνών, πρέπει να διαθέτει την ικανότητα ταυτόχρονου σχεδιασμού για το πώς, με έξυπνο τρόπο, θα προκαλέσει στην ιστορία τέτοιου είδους ανατροπές που να σχετίζονται με το παρόν. Πώς σκέφτηκε το πράγμα ο Λι; Άγνωστο. Σκηνές έρχονται και παρέρχονται, η μια μετά την άλλη, χωρίς οργανική μεταξύ τους σύνδεση, κάτι που θυμίζει συρραφή μεμονωμένων επεισοδίων. Βέβαια, κάθε ταμπλό είναι άψογα κομψό, το φως είναι εκπληκτικό, άξιο της ποιότητας φωτός που φυλακίζει στα λάδια του ο ζωγράφος, επικαλυμμένο με αποχρώσεις που σπάνια βλέπουμε στην οθόνη. Είναι όμως αυτό το ίδιο με το να ζωντανέψει κανείς οπτικά τα φωτεινά και σκοτεινά τοπία της τέχνης και της βιογραφίας του καλλιτέχνη; Ευτυχώς όμως που η ταινία διαθέτει κάποιες κωμικές ανατροπές που καθιστούν τη θέασή της λιγότερο αφόρητη. Αυτό όμως που της λείπει είναι το κίνητρο και το πλαίσιο...
Με τους: Τίμοθι Σπαλ, Ντόροθι Ατκινσον, Μάριον Μπέιλι, κ.ά.
Παραγωγή: Μ. Βρετανία, 2014

«Jack» του Έντβαρντ Μπέργκερ
Ταινία γερμανικού κοινωνικού ρεαλισμού γυρισμένη σε ένα καλοκαιρινό Βερολίνο... Η πόλη εικονογραφείται σε τόνους χλιαρούς έως εχθρικούς, είναι το έμψυχο υλικό της που τη χρωματίζει έντονα με διαστάσεις αφιλόξενες, άχρωμες, άοσμες, άνοστες και απροσπέλαστες. Η ταινία αποκαλύπτει την πίσω πλευρά της τουριστικής, πολυδιαφημιζόμενης μεγαλούπολης. Αποκαλύπτει το «πού» και «πώς» ζουν οι νέοι άνθρωποι, οι «καθημερινοί» και «αδύναμοι» που άγονται και φέρονται από την πλημμυρίδα των ψευδαισθήσεων που οι δεξαμενές σκέψης του συστήματος βομβαρδίζουν την κοινωνία, με αποτέλεσμα αυτό που βλέπουμε: γενικευμένη απάθεια, ατομικισμό και πλήθος τεχνητών βοηθημάτων για τη «φυγή» απ' αυτήν την πραγματικότητα που όλοι, στη θεωρία, καταδικάζουν. Και η νεαρή Σάνα, ανύπαντρη μητέρα δύο αγοριών, με έντονη ακόμα την ανάγκη να αγαπηθεί, να βρει κάποιον ή κάτι να πιαστεί, ψάχνει ακατάπαυστα, με όποιο κόστος, τον πρίγκιπα... Το ψάξιμο όμως παίρνει χρόνο και καθορίζει τη συμπεριφορά της... Ανίκανη να παίξει το ρόλο της μητέρας, έχει φορτώσει όλο το βάρος των οικογενειακών υποχρεώσεων στο δεκάχρονο γιο της Τζακ που αναγκαστικά εκείνος αποδέχεται. Κι έτσι έχουμε μια χαμένη παιδική ηλικία δίπλα στη χαμένη ταυτότητα της μητέρας. Όταν βλέπεις τη Σάνα να παίζει στο πάρκο με τα δυο της αγόρια θεωρείς ότι βλέπεις μια εικόνα βαθιάς αγάπης. Στην πραγματικότητα, βλέπεις εφηβική ανευθυνότητα και τύψεις...
Η ρεαλιστική κάμερα του Μπέργκερ ακολουθεί το αγόρι συνεχώς, με έναν τρόπο που παραπέμπει σε φυσιοδίφη, θυμίζοντας κάτι από το σινεμά των Νταρντέν, κυρίως στις στιγμές που αφήνεται να «παρασυρθεί» από την τρυφερότητα και τη γλυκύτητα των καταστάσεων μεταξύ των δύο αδελφών. Κατά τα άλλα, η μέγιστη διαφορά είναι ότι ο ρεαλισμός των Νταρντέν δεν είναι περιγραφικός... Στους Βέλγους πίσω από κάθε εικόνα διακρίνονται ξεκάθαρες οικονομικές σχέσεις, σχέσεις εξάρτησης. Ο Μπέργκερ καταφέρνει να αποδώσει μονοσήμαντα τη δυναμική στη σχέση μητέρας και αγοριών. Μπορεί να μην κατορθώνει να κυριαρχήσει με συναισθηματική σαφήνεια και ακρίβεια, ωστόσο η ταινία δεν παύει να αποτελεί ένα ενδιαφέρον δείγμα κοινωνικού κινηματογράφου...
Με τους: Ιβο Πίτζκερ, Γκέοργκ Αρμς, Τζοντίν Τζον, Λουίζ Χέγιερ, κ.ά.
Παραγωγή: Γερμανία, 2014.